-
1 κιγκλίς
A latticed gates in the δικαστήριον or βουλευτήριον, by which the δικασταί or βουλευταί were admitted to pass through the δρύφακτοι or bar, Ar.Eq. 641, V. 124: metaph., ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος requiring the practice of the bar and the assembly, Plu.2.975c: sg., Lib.Or.12.38; ἐντὸς τῆς κ. διατρίβειν live in court, Luc.Merc.Cond.21; αἱ διαλεκτικαὶ κ. logical quibbles, behind which one ensconces oneself, Jul.Caes. 330c.2 any latticed gates, IG22.1668.65 (sg.), 3.162 pl.).II later, = δρύφακτοι, Plu.Caes.68: sg., Id.Galb.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιγκλίς
См. также в других словарях:
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek